- θριπώδης
- θρῑπώδης, ες,A full of wood-worms, in [comp] Sup.
-έστατον, ξύλον Thphr. HP3.8.5
vulg.; θριπηδέστατον cod. Urb. (v. θριπήδεστος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-έστατον, ξύλον Thphr. HP3.8.5
vulg.; θριπηδέστατον cod. Urb. (v. θριπήδεστος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θριπώδης — θριπώδης, ες (Α) [θριψ] σαρακοφαγωμένος … Dictionary of Greek